λαμπρόψυχος

λαμπρόψυχος
λαμπρόψυχος
high-minded
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμπρόψυχος — λαμπρόψυχος, ον (Α) μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …   Dictionary of Greek

  • λαμπρόψυχον — λαμπρόψυχος high minded masc/fem acc sg λαμπρόψυχος high minded neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπροψύχους — λαμπρόψυχος high minded masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπροψυχία — λαμπροψυχία, ἡ (Μ) [λαμπρόψυχος] μεγαλοψυχία …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”